ἀποφράξει

ἀποφράξει
ἀπόφραξις
blocking up
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀποφράξεϊ , ἀπόφραξις
blocking up
fem dat sg (epic)
ἀπόφραξις
blocking up
fem dat sg (attic ionic)
ἀποφράγνυμι
fence off
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποφράγνυμι
fence off
fut ind mid 2nd sg
ἀποφράγνυμι
fence off
fut ind act 3rd sg
ἀποφράσσω
block up
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποφράσσω
block up
fut ind mid 2nd sg
ἀποφράσσω
block up
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ποφράξει , ἀποφράσσω
block up
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ποφράξει , ἀποφράσσω
block up
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀποφράζω
explain
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποφράζω
explain
fut ind mid 2nd sg
ἀποφράζω
explain
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμβολεκτομή — η χειρουργική επέμβαση για τη διάνοιξη αρτηρίας και την αφαίρεση τού εμβόλου το οποίο τήν είχε αποφράξει …   Dictionary of Greek

  • κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • θρόμβος — ο 1. πήγμα αίματος: Όταν ένας θρόμβος αποφράξει ένα αγγείο, τότε προκαλείται γάγγραινα. 2. μεγάλη σταγόνα: Θρόμβος ιδρώτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”